- ἴδεδρος
- ἴδεδρος [ῑ], ον,= ἰδίων τὴν ἕδραν, Did.A in D.11.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίδεδρος — ἴδεδρος, ον (Α) (για πολύωρη μελέτη) αυτός που αφήνει ιδρώτα στο κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ τού ιδίω «ιδρώνω» (ίδος «ιδρώτας») + έδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
ἴδεδροι — ἴδεδρος in D. masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)